- πλεκτανάομαι
- πλεκτᾰν-άομαι, [voice] Pass.,A = πλεκτανόομαι, πεπλεκτανημέναι δράκουσι, of the Erinyes, A.Ch.1049.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πεπλεκτανημέναι — πλεκτανάομαι perf part mp fem nom/voc pl (attic ionic) πεπλεκτανημένᾱͅ , πλεκτανάομαι perf part mp fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)